- συνεργατίνης
- συνεργ-ᾰτίνης [ῐ], ου, ὁ,A composed of
συνεργάται, σ. ἰχθυβόλων θίασος AP7.295.10
(Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεργάται, σ. ἰχθυβόλων θίασος AP7.295.10
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεργατίνης — composed of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργατίνης — ὁ, Α φρ. «συνεργατίνης θίασος» όμιλος που αποτελείται από συνεργάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐργατίνης «εργάτης, ιδίως γεωργός»] … Dictionary of Greek